Θουκυδίδης
3. 79-81/κείμενο
|
Μετάφραση
|
[79.1] Και οἱ Κερκυραῖοι δείσαντες
μὴ σφίσιν ἐπιπλεύσαντες ἐπὶ τὴν πόλιν ὡς κρατοῦντες οἱ πολέμιοι
ἢ τοὺς ἐκ τῆς νήσου ἀναλάβωσιν
ἢ καὶ ἄλλο τι νεωτερίσωσι,
τούς τε ἐκ τῆς νήσου πάλιν ἐς τὸ Ἥραιον διεκόμισαν
καὶ τὴν πόλιν ἐφύλασσον.
[79.2] οἱ δ᾿ ἐπὶ μὲν τὴν πόλιν οὐκ ἐτόλμησαν πλεῦσαι κρατοῦντες τῇ ναυμαχίᾳ,
τρεῖς δὲ καὶ δέκα ναῦς ἔχοντες τῶν Κερκυραίων ἀπέπλευσαν ἐς τὴν ἤπειρον,
ὅθενπερ ἀνηγάγοντο.
[79.3] τῇ δ᾿ ὑστεραίᾳ ἐπὶ μὲν τὴν πόλιν οὐδὲν μᾶλλον ἐπέπλεον,
καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας
καὶ Βρασίδου παραινοῦντος, ὡς λέγεται, Ἀλκίδᾳ,
ἰσοψήφου δὲ οὐκ ὄντος·
ἐπὶ δὲ τὴν Λευκίμμην τὸ ἀκρωτήριον ἀποβάντες ἐπόρθουν τοὺς ἀγρούς. [80.1] ὁ δὲ δῆμος τῶν Κερκυραίων ἐν τούτῳ περιδεὴς γενόμενος
μὴ ἐπιπλεύσωσιν αἱ νῆες,
τοῖς τε ἱκέταις ᾖσαν
ἐς λόγους καὶ τοῖς ἄλλοις,
ὅπως σωθήσεται ἡ πόλις, καί τινας αὐτῶν ἔπεισαν ἐς τὰς ναῦς ἐσβῆναι·
ἐπλήρωσαν γὰρ ὅμως τριάκοντα
προσδεχόμενοι τὸν ἐπίπλουν.
[80.2] οἱ δὲ Πελοποννήσιοι
μέχρι μέσου ἡμέρας δῃώσαντες τὴν γῆν ἀπέπλευσαν,
καὶ ὑπὸ νύκτα αὐτοῖς ἐφρυκτωρήθησαν ἑξήκοντα νῆες Ἀθηναίων προσπλέουσαι ἀπὸ Λευκάδος·
ἃς οἱ Ἀθηναῖοι πυνθανόμενοι
τὴν στάσιν
καὶ τὰς μετ᾿ Ἀλκίδου ναῦς ἐπὶ Κέρκυραν μελλούσας πλεῖν ἀπέστειλαν καὶ Εὐρυμέδοντα τὸν Θουκλέους στρατηγόν.
[81.1] οἱ μὲν οὖν Πελοποννήσιοι τῆς νυκτὸς εὐθὺς κατὰ τάχος ἐκομίζοντο ἐπ᾿ οἴκου παρὰ τὴν γῆν·
καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῦς, ὅπως μὴ περιπλέοντες ὀφθῶσιν, ἀποκομίζονται.
[81.2] Κερκυραῖοι δὲ αἰσθόμενοι τάς τε Ἀττικὰς ναῦς προσπλεούσας
τάς τε τῶν πολεμίων οἰχομένας,
λαβόντες
τούς τε Μεσσηνίους ἐς τὴν πόλιν ἤγαγον πρότερον ἔξω ὄντας,
ἐν ὅσῳ περιεκομίζοντο,
τῶν ἐχθρῶν εἴ τινα λάβοιεν, ἀπέκτεινον·
καὶ ἐκ τῶν νεῶν ὅσους ἔπεισαν ἐσβῆναι ἐκβιβάζοντες ἀπεχρῶντο,
ἐς
τὸ Ἥραιόν τε ἐλθόντες τῶν ἱκετῶν ὡς πεντήκοντα ἄνδρας δίκην ὑποσχεῖν ἔπεισαν
καὶ
κατέγνωσαν πάντων θάνατον.
[81.3]
οἱ δὲ πολλοὶ τῶν ἱκετῶν, ὅσοι οὐκ ἐπείσθησαν, ὡς ἑώρων τὰ γιγνόμενα,
διέφθειρον αὐτοῦ ἐν τῷ ἱερῷ ἀλλήλους,
καὶ ἐκ τῶν δένδρων τινὲς ἀπήγχοντο, οἱ δ᾿ ὡς ἕκαστοι ἐδύναντο ἀνηλοῦντο.
[81.4] ἡμέρας τε ἑπτά, ἃς ἀφικόμενος ὁ Εὐρυμέδων ταῖς ἑξήκοντα ναυσὶ παρέμεινε,
Κερκυραῖοι
σφῶν αὐτῶν τοὺς ἐχθροὺς δοκοῦντας εἶναι ἐφόνευον,
τὴν
μὲν αἰτίαν ἐπιφέροντες τοῖς τὸν δῆμον καταλύουσιν,
ἀπέθανον δέ τινες καὶ ἰδίας ἔχθρας ἕνεκα, καὶ ἄλλοι χρημάτων σφίσιν ὀφειλομένων ὑπὸ τῶν λαβόντων·
[81.5]
πᾶσά τε ἰδέα κατέστη θανάτου,
καὶ οἷον φιλεῖ ἐν τῷ τοιούτῳ γίγνεσθαι, οὐδὲν ὅτι οὐ ξυνέβη καὶ ἔτι περαιτέρω. καὶ γὰρ πατὴρ παῖδα ἀπέκτεινε
καὶ
ἀπὸ τῶν ἱερῶν ἀπεσπῶντο καὶ πρὸς αὐτοῖς ἐκτείνοντο,
οἱ δέ τινες καὶ περιοικοδομηθέντες ἐν τοῦ Διονύσου τῷ ἱερῷ ἀπέθανον. |
[79.1]
Και οι Κερκυραίοι, επειδή φοβήθηκαν
μήπως οι εχθροί, αφού πλεύσουν εναντίον της πόλης τους ως νικητές
ή πάρουν πίσω τους αιχμαλώτους από το νησί
ή επιχειρήσουν και κάποια άλλη εχθρική ενέργεια,
τους μετέφεραν πίσω στο ναό της Ήρας
και φρουρούσαν την πόλη.
[79.2]
Οι Πελοποννήσιοι όμως δεν
τόλμησαν να πλεύσουν εναντίον της πόλης,
αν και ήταν νικητές στη ναυμαχία,
αλλά, έχοντας (αιχμαλωτίσει) δεκατρία πλοία των
Κερκυραίων,
απέπλευσαν για την ηπειρωτική ακτή
απ’ όπου ακριβώς ξεκίνησαν.
[79.3] Και την επόμενη ημέρα επίσης δεν έπλεαν, εναντίον της πόλης,
αν και (οι πολίτες) βρίσκονταν σε μεγάλη σύγχυση
και φόβο
και παρόλο που ο Βρασίδας παρακινούσε, όπως
λέγεται, τον Αλκίδα (για επίθεση),
χωρίς να έχει όμως ίση ψήφο.
Αφού αποβιβάστηκαν στη Λευκίμμη, το ακρωτήριο,
λεηλατούσαν τους αγρούς.
[80.1] Και στο μεταξύ οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι, τρομοκρατημένοι
μήπως πλεύσουν εναντίον τους τα (εχθρικά) πλοία,
άρχισαν διαπραγματεύσεις και με τους ικέτες και με τους άλλους (ολιγαρχικούς) για το πώς θα σωθεί η πόλη και έπεισαν μερικούς απ’ αυτούς να μπουν στα πλοία.
Επάνδρωσαν ωστόσο τριάντα πλοία, γιατί περίμεναν
την επίθεση.
[80.2] Οι Πελοποννήσιοι όμως, αφού λεηλάτησαν τη χώρα μέχρι το μεσημέρι, αναχώρησαν με τα πλοία τους
και κατά τη διάρκεια της νύχτας τους αναγγέλθηκε
με πυρσούς
ότι πλησίαζαν από τη Λευκάδα εξήντα πλοία
αθηναϊκά.
Αυτά τα έστειλαν οι Αθηναίοι, όταν πληροφορήθηκαν την εσωτερική αναταραχή, και ότι τα πλοία με τον Αλκίδα επρόκειτο να πλεύσουν εναντίον της Κέρκυρας και (έστειλαν) στρατηγό τον Ευρυμέδοντα, το γιο του Θουκλή. [81.1] Οι Πελοποννήσιοι λοιπόν αμέσως τη νύχτα και όσο πιο γρήγορα μπορούσαν μεταφέρονταν στην πατρίδα τους, (πλέοντας) κοντά στη στεριά.
Και αφού μετέφεραν τα πλοία τους πάνω από τον
ισθμό της Λευκάδας, για να μη γίνουν αντιληπτοί κάνοντας τον γύρο του νησιού,
αποχώρησαν.
81.2]
Οι Κερκυραίοι όμως, όταν αντιλήφθηκαν
ότι τα αθηναϊκά πλοία πλησίαζαν
και ότι τα πλοία των εχθρών είχαν φύγει,
αφού πήραν τους Μεσσηνίους που προηγουμένως ήταν
έξω, τους οδήγησαν στην πόλη
και, αφού πρόσταξαν τα πλοία που επάνδρωσαν να
πλεύσουν προς το Υλλαϊκό λιμάνι,
ενόσω έκαναν τον περίπλου,
όποιον από τους εχθρούς έπιαναν τον σκότωναν·
και όσους (ολιγαρχικούς) έπεισαν να επιβιβαστούν
αφού αποβίβαζαν από τα πλοία, τους θανάτωναν,
και αφού ήρθαν στο Ήραιο, περίπου πενήντα άνδρες από τους ικέτες τους έπεισαν να δικαστούν και τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο. [81.3] Οι περισσότεροι όμως από τους ικέτες, όσοι δεν πείστηκαν, όταν έβλεπαν αυτά που γίνονταν,
σκότωναν ο ένας τον άλλο εκεί μέσα στο ναό,
και μερικοί κρεμιούνταν από τα δέντρα (που βρίσκονταν
στο ιερό), ενώ άλλοι τερμάτιζαν τη ζωή τους, όπως μπορούσε ο καθένας.
[81.4] Και για εφτά ημέρες, που παρέμεινε από την
άφιξή του ο Ευρυμέδοντας με τα εξήντα πλοία,
οι Κερκυραίοι σκότωναν από τους συμπολίτες τους
όσους θεωρούσαν ότι ήταν εχθροί τους,
και παρόλο που πρόβαλλαν ως κατηγορία εναντίον
τους ότι προσπαθούσαν να καταλύσουν τη δημοκρατία,
μερικοί σκοτώθηκαν και εξαιτίας προσωπικής έχθρας
και άλλοι σκοτώθηκαν από τους οφειλέτες τους, για χρήματα που τους οφείλονταν.
[81.5]
Και διαπράχθηκαν κάθε είδους φόνοι
και τίποτα δεν παραλείφθηκε που να μην έγινε απ’
όσα συνηθίζεται να γίνονται σε τέτοιες περιστάσεις και ακόμα περισσότερα.
Και ο πατέρας σκότωνε το παιδί του
και (οι ικέτες) απομακρύνονταν με τη βία από τα
ιερά και σκοτώνονταν μπροστά σ’ αυτά,
μερικοί άλλοι εξάλλου, αφού περικλείστηκαν με
τοίχο, πέθαναν μέσα στο ναό του Διονύσου.
|
Κάντε κλικ πάνω στην εικόνα για να την μεγεθύνετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου