Με έναν κατακλυστικό και απόλυτα συγκινητικό τρόπο εξακολουθούν να έρχονται τα κείμενα από τα παιδιά μου. Κείμενα που καταγράφουν τον αντίκτυπο του δράματος του Βαγγέλη στην ψυχή τους. Το σχόλιό τους στην σκληρότητα και την βία με τρυφερή, ωστόσο, και ευαίσθητη ματιά.
Σήμερα η Ελισάβετ τελειόφοιτη της θεωρητικής μου έδωσε δειλά το δικό της κείμενο. Ένα ποίημα με τίτλο Τα χέρια.
Ελισάβετ Κ.
Σήμερα η Ελισάβετ τελειόφοιτη της θεωρητικής μου έδωσε δειλά το δικό της κείμενο. Ένα ποίημα με τίτλο Τα χέρια.
Τα χέρια
Από κάτω μου απλώνεται
απύθμενη άβυσσος
Παγωμένη κι αφιλόξενη,
μια οσμή αναδίδει:
θειάφι.
Ψηλά ένα φως ζεστό, γλυκό
βλέπω να τρεμοπαίζει:
η σωτηρία.
Κι εγώ αιωρούμαι στο
μεταξύ.
Δυο χέρια με κρατούν
Αδιαφορία και Μίσος
το όνομά τους.
Προσμένω να με ανεβάσουν
στο φως που μετά βίας αχνοφέγγει
στο στόμιο του βάραθρου.
Αλλά μετέωρος παραμένω
μεταξύ φωτός και σκότους.
Τα δυο χέρια μόνο γνωρίζω
στο βασανιστικό αυτό
μεταξύ.
Το ένα σκληρό και τραχύ
σαν τανάλια με σφίγγει.
Πονάω.
Το άλλο κρύο και απαλό
σαν πάγος
ή σαν τοίχος κρύος
και κουφός.
Κρυώνω.
Χειροπέδες και τα δύο
αιχμάλωτο με κρατούν
στο μεταξύ.
Βλέπω κι άλλα χέρια να
απλώνονται προς το μέρος μου,
περιστασιακά και στιγμιαία.
Εύκολο να τα πιάσω
μα φοβάμαι.
Είναι άραγε
το ζεστό χέρι που αναζητώ
ή μια νέα φυλακή;
Θα με ανεβάσει
ή πιο βαθιά
στην άβυσσο θα με ρίξει;
Πονάω και κρυώνω.
Και ξάφνου,
η ψύχρα της αβύσσου
δροσερό αεράκι θυμίζει
που με αναζωογονεί.
Και οι αναθυμιάσεις
τριαντάφυλλο και κρίνο.
Έλα, μου ψιθυρίζει.
Δεν υπάρχουν χέρια εδώ.
Η λαβή χαλαρώνει
η δική μου ή των χεριών;
Άγνωστο
Και πέφτω
όχι στο χαμό
μα στην ελευθερία
της λήθης
γαλήνιος γλιστρώ.
Ανάσκελα
τα χέρια που απλώνονται
κοιτώ-
δεκάδες τώρα
να μ' αναζητούν.
Δεν τα φτάνω πια.
Τώρα πολύ μακριά
κι ασήμαντα.
Τώρα για μένα
η άβυσσος το σπίτι μου
και γι αυτούς
η δική τους φυλακή.
Ελισάβετ Κ.