Οι Αθηναίοι (η Αλεξάνδρα δηλαδή η Άννα, η Αδριάνα και η άλλη Αλεξάνδρα) αφηγούνται το περιστατικό με τον Αλκιβιάδη:
"Βλέποντας ότι ο Λύσανδρος δεν έβγαζε τα πλοία από το λιμάνι και επειδή βράδιαζε πια, πλεύσαμε πίσω στους Αιγός ποταμούς. Ο Λύσανδρος αυτό το συνέχιζε επί τέσσερις μέρες κι εμείς κάθε μέρα ανοιγόμασταν.
Επειδή δεν είχαμε καμία πόλη κοντά για να προμηθευόμαστε τρόφιμα, πηγαίναμε στη Σηστό, δεκαπέντε στάδια μακριά από τα πλοία μας. Ο Αλκιβιάδης, βλέποντας από τα τείχη τις κινήσεις που κάναμε κάθε μέρα, ήρθε με θράσος μετά από τόσον καιρό που ήταν στην εξορία και μας συμβούλεψε να αλλάξουμε μέρος και να αγκυροβολήσουμε στην Σηστό, που είναι και λιμάνι και πόλη και επειδή, άμα ήμασταν εκεί, θα ναυμαχούσαμε όποτε θέλαμε. Ο Τυδέας και ο Μένανδρος όμως, μόλις το άκουσαν θύμωσαν και τον διέταξαν να φύγει. Άλλωστε αυτοί είναι τώρα οι αρχηγοί μας και όχι ο Αλκιβιάδης και ό,τι νομίζουν αυτοί ότι είναι καλύτερο για τους Αθηναίους, θα το κάναμε. Ούτως ή άλλως ο στόλος μας είναι τόσο ισχυρός που κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ να τον νικήσει και ειδικά οι άμυαλοι Σπαρτιάτες που μας φοβούνται και δεν ανοίγονται για ναυμαχία. Έτσι ο Αλκιβιάδης έφυγε."
Ο Μιχάλης και ο Γιάννης, υποδυόμενοι τον Αλκιβιάδη, παρουσιάζουν τη δική του εκδοχή:
"Βλέποντας από το σπίτι μου και τα δυο αντίπαλα στρατόπεδα, ανησύχησα για τους συμπατριώτες μου. Έχουν αγκυροβολήσει σε παραλία και κοντά τους δεν βρίσκεται καμία πόλη. Τους βλέπω να περπατούν δεκαπέντε στάδια από τα πλοία, για να πάρουν τρόφιμα από τη Σηστό, αφήνοντας τα πλοία αφύλαχτα. Από την άλλη οι Σπαρτιάτες είναι στην Λάμψακο, λιμάνι και πόλη, και έχουν τα πάντα. Κατέβηκα λοιπόν στους Αθηναίους και τους είπα ότι δεν διάλεξαν καλό σημείο. Τους συμβούλεψα να πάνε στην Σηστό, που είναι και λιμάνι και πόλη. Θα έχουν ό,τι χρειάζονται και θα μπορούν να ναυμαχήσουν όποτε θέλουν. Τότε ο Τυδέας και ο Μέναδρος μου είπαν να φύγω από κει, γιατί αυτοί ήταν οι στρατηγοί και όχι εγώ.
Η ομάδα των δημοσιογράφων (η Τζέσικα, η Τζένη, η Μαρία και ο Ρεντόν) που παρακολουθεί από κοντά τα γεγονότα μας ενημερώνει για τις τελευταίες εξελίξεις:
"Κυρίες και κύριοι, σας μεταδίδουμε σε ζωντανή σύνδεση τα νεώτερα του πολέμου. Οι Αθηναίοι, μόλις ξημέρωσε, παρατάχτηκαν με μέτωπο προς το λιμάνι της Λαμψάκου, έτοιμοι για ναυμαχία. Ο Λύσανδρος όμως, με την εξυπνάδα του και την πονηριά του, δεν έβγαλε τα πλοία του από το λιμάνι. Οι Αθηναίοι περίμεναν περίμεναν και όταν βράδιασε πια γύρισαν στους Αιγός ποταμούς. Ο Λύσανδρος έστειλε τα πιο γρήγορα πλοία του να παρακολουθήσουν τους Αθηναίους, για να δουν τι κάνουν όταν κατεβαίνουν από τα πλοία και μετά να γυρίσουν και να του τα πουν με κάθε λεπτομέρεια. Αυτό που μας τράβηξε την προσοχή ήταν ότι ο Λύσανδρος τους δικούς του στρατιώτες δεν τους άφηνε να κατεβούν από τα πλοία, μέχρι να γυρίσουν οι άλλοι.
Ο Αλκιβιάδης που έβλεπε τα πάντα από τα τείχη, αποφάσισε να βοηθήσει του Αθηναίους. Πήγε και τους είπε πως στους Αιγός ποταμούς ούτε τα πλοία είναι προστατευμένα ούτε τρόφιμα έχουν. Τους συμβούλεψε να πάνε στην Σηστό, που είναι πόλη και έχει και λιμάνι. Οι στρατηγοί των Αθηναίων όμως απέρριψαν τη συμβουλή του και τον έδιωξαν, για να δούμε τι θα γίνει στη συνέχεια."
Ο Λύσανδρος (τον υποδύονται εναλλάξ ο Βαλάντης και ο Μανόλης)
Το τραγικό τέλος της αθηναϊκής ναυτικής υπερδύναμης γίνεται γνωστό στην πολιορκημένη Αθήνα. Αφηγούνται οι Αθηναίοι:
Όταν έφτασε η Πάραλος στην Αθήνα τη νύχτα και ανήγγειλε τα γεγονότα, τότε νιώσαμε ότι πλέον δεν είχαμε καμιά ελπίδα να σωθούμε. Αυτή η τρομερή είδηση που συγκλόνισε όλους τους Αθηναίους διαδιδόταν από τον έναν στον άλλο μέσα από τα μακρά τείχη από τον Πειραιά μέχρι την Αθήνα. Εκείνη την νύχτα κανείς δεν κοιμήθηκε. Πώς θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε μετά από το κακό που μας βρήκε; Όλοι πενθούσαμε για τους νεκρούς, αλλά και πιο πολύ για τον εαυτό μας. Ξέραμε πως δεν υπάρχει ελπίδα να σωθούμε και ξέραμε πως οι Σπαρτιάτες θα μας κάνουν ό,τι κάναμε στους κατοίκους της Μήλου και της Ιστιαίας και της Σκιώνης και της Τορώνης και σε τόσους άλλους Έλληνες.
Όμως δεν θα μας πάρει από κάτω. Θα παλέψουμε και θα προσπαθήσουμε μέχρι τέλους, κι ας ξέρουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να νικήσουμε. Έχουμε τη δημοκρατία μας. Την επόμενη μέρα η εκκλησία του δήμου λειτούργησε και αποφασίσαμε να φράξουμε τα λιμάνια, εκτός από ένα, να επιδιορθώσουμε τα τείχη, να εγκαταστήσουμε φρουρές και να προετοιμάσουμε την πόλη για τη στενή πολιορκία που θα ακολουθούσε.
Επιτεθήκαμε στην Λάμψακο και την κυριέψαμε με έφοδο και
οι στρατιώτες μου την λεηλάτησαν γιατί ήταν πλούσια σε τρόφιμα και γεμάτη
εφόδια. Όλοι οι πολίτες αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από διαταγή μου.
Στο μεταξύ οι Αθηναίοι έπλεαν από κοντά στον Ελεoύντα
της Χερσονήσου με 180 πλοία. Εκεί λοιπόν ενώ έτρωγαν τους ήρθε η είδηση για την
Λάμψακο και αμέσως ανοίχτηκαν για την Σηστό και από εκεί έπλευσαν αμέσως για τους Αιγούς ποταμούς απέναντι από την Λάμψακο. Σε εκείνο το
σημείο μας χώριζε με τους Αθηναίους ο Ελλήσποντος δηλαδή 15 στάδια.
Εγώ την
επόμενη νύχτα αφού ξημέρωσε έδωσα σήμα στους ναύτες αφού φάνε, να μπούνε
στα πλοία, προετοίμασα τα πάντα για ναυμαχία, αλλά τους προειδοποίησα όλους να μην κουνηθούν από την θέση τους,
ούτε να ανοιχτούν στην θάλασσα.
Οι Αθηναίοι με την ανατολή του ηλίου παρατάχτηκαν στα
πλοία στη Λάμψακο για ναυμαχία. Εγώ όμως δεν έβγαλα τα πλοία από το λιμάνι και όταν
βράδιασε οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να αποπλεύσουν πάλι προς τους Αιγός
ποταμούς. Τότε διέταξα τους στρατιώτες με τα πιο γρήγορα πλοία μου, να
ακολουθήσουν τους Αθηναίους και όταν αυτοί αγκυροβολήσουν, να παρακολουθήσουν κάθε
τους βήμα. Μετά να γυρίσουν πίσω και να μου πουν ότι είδαν. Τους είπα να μη γυρίσουν αν δεν
ολοκληρώσουν την αποστολή που τους ανέθεσα. Αυτό γινόταν επί 4 ημέρες.
Την πέμπτη μέρα που έπλεαν οι Αθηναίοι εναντίον μας,
είπα στους στρατιώτες που τους παρακολουθούσαν μόλις τους δουν να έχουν κατέβει
από τα πλοία και να έχουν διασκορπιστεί, να επιστρέψουν γρήγορα και μόλις
φτάσουν στην μέση του Ελλήσποντου να σηκώσουν μία ασπίδα.
Οι Σπαρτιάτες (Ματθαίος, Κώστας, Νίκος, Δημήτρης)
Κυριέψαμε τη Λάμψακο με έφοδο και χωρίς δυσκολία. Οι στρατιώτες μας αρπάζουν προμήθειες, στις οποίες η Λάμψακος ήταν πλούσια, και αγκυροβολούμε στο καλά προστατευμένο λιμάνι. Μόλις τα νέα διαδόθηκαν, την επόμενη μέρα αντιληφθήκαμε την παρουσία των Αθηναίων στους Αιγούς ποταμούς και ο Λύσανδρος μας διέταξε, πριν ξημερώσει, να προγευματίσουμε, να επιβιβαστούμε στα πλοία, να τα προετοιμάσουμε σαν να ήταν για ναυμαχία τοποθετώντας τα παραπετάσματα και να παραμείνουμε στις παρατάξεις μας χωρίς να ανοιχτούμε στην θάλασσα. Οι Αθηναίοι ανοίγονταν κάθε ξημέρωμα και γυρνούσαν στους Αιγός ποταμούς μόλις νύχτωνε, ενώ εμείς τους παρακολουθούσαμε με τα γρηγορότερα πλοία, επί 4 μέρες. Όταν όμως έφτασε η πέμπτη μέρα που έπλεαν οι Αθηναίοι εναντίον μας, ο Λύσανδρος, είπε σε εμάς που κατασκοπεύαμε τους Αθηναίους, μόλις τους δούμε να σκορπίζονται στην Χερσόνησο, για να εφοδιαστούν, να γυρίσουμε στην μέση της διαδρομής και να σηκώσουμε ψηλά μία ασπίδα. Και έτσι έγινε.
Ο Λύσανδρος μας έδωσε άμεση εντολή και επιτεθήκαμε στα πλοία των Αθηναίων. Ο Κόνων αντιλαμβάνεται την παρουσία μας, αλλά μάταια προσπαθεί να μαζέψει αρκετούς ναύτες για να μας αντιμετωπίσουν, έτσι καταλάβαμε τα πλοία και αιχμαλωτίσαμε τους περισσότερους Αθηναίους στην στεριά, έτσι αδύναμοι και απροστάτευτοι που ήταν. Παρ’ όλα αυτά ο Κόνων διέφυγε στην Κύπρο με μερικά πλοία και μας πήρε τα πανιά που αφήσαμε στην Αβαρνίδα, φοβούμενος ότι θα τον ακολουθούσαμε. Αφήσαμε την Πάραλο να γυρίσει στην Αθήνα και να ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα, για εμάς τουλάχιστον.
Όταν έφτασε η Πάραλος στην Αθήνα τη νύχτα και ανήγγειλε τα γεγονότα, τότε νιώσαμε ότι πλέον δεν είχαμε καμιά ελπίδα να σωθούμε. Αυτή η τρομερή είδηση που συγκλόνισε όλους τους Αθηναίους διαδιδόταν από τον έναν στον άλλο μέσα από τα μακρά τείχη από τον Πειραιά μέχρι την Αθήνα. Εκείνη την νύχτα κανείς δεν κοιμήθηκε. Πώς θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε μετά από το κακό που μας βρήκε; Όλοι πενθούσαμε για τους νεκρούς, αλλά και πιο πολύ για τον εαυτό μας. Ξέραμε πως δεν υπάρχει ελπίδα να σωθούμε και ξέραμε πως οι Σπαρτιάτες θα μας κάνουν ό,τι κάναμε στους κατοίκους της Μήλου και της Ιστιαίας και της Σκιώνης και της Τορώνης και σε τόσους άλλους Έλληνες.
Όμως δεν θα μας πάρει από κάτω. Θα παλέψουμε και θα προσπαθήσουμε μέχρι τέλους, κι ας ξέρουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να νικήσουμε. Έχουμε τη δημοκρατία μας. Την επόμενη μέρα η εκκλησία του δήμου λειτούργησε και αποφασίσαμε να φράξουμε τα λιμάνια, εκτός από ένα, να επιδιορθώσουμε τα τείχη, να εγκαταστήσουμε φρουρές και να προετοιμάσουμε την πόλη για τη στενή πολιορκία που θα ακολουθούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου