Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Ηθικά Νικομάχεια, κείμενο -μετάφραση



 κείμενο
 μετάφραση
 1.        Διττς δ τς ρετς οσης,
τς μν διανοητικς τς δ θικς,
μν διανοητικ τ πλεον κ διδασκαλας χει κα τν γνεσιν κα τν αξησιν, 
διπερ μπειρας δεται κα χρνου, 
  δ’ θικ ξ θους περιγνεται,
 θεν κα τονομα σχηκε

μικρν παρεκκλνον π το θους.

ξ ο κα δλον τι οδεμα τν θικν ρετν φσει μν γγνεται· 
 οθν γρ τν φσει ντων λλως θζεται, 


οον λθος φσει κτω φερμενος οκ ν θισθεη νω φρεσθαι,

οδ’ ν μυρικις ατν θζ τις νω ιπτν, 


οδ τ πρ κτω, οδ’ λλο οδν τν λλως πεφυκτων λλως ν θισθεη. 




οτ’ ρα φσει οτε παρ φσιν γγνονται α ρετα, λλπεφυκσι μν μν δξασθαι ατς, τελειουμνοις δ δι τοῦ ἔθους.


2. ἔτι σα μν φσει μν παραγνεται, 
τς δυνμεις τοτων πρτερον κομιζμεθα, στερον δ τς νεργεας ποδδομεν 
(περ π τν ασθσεων δλον·

ο γρ κ το πολλκις δεν πολλκις κοσαι τς ασθσεις λβομεν,
 
λλ’ νπαλιν χοντες χρησμεθα, ο χρησμενοι σχομεν)· 


τς δ’ ρετς λαμβνομεν νεργσαντες πρτερον, σπερ κα π τν λλων τεχνν·  

γρ δε μαθντας ποιεν, τατα ποιοντες μανθνομεν, 

οον οκοδομοντες οκοδμοι γνονται κα κιθαρζοντες κιθαριστα· οτω δ κα τμν δκαια πρττοντες δκαιοι γινμεθα, τ δ σφρονα σφρονες, τ δ’ νδρεα νδρεοι.

3. μαρτυρε δ κα τ γινμενον ν τας πλεσιν· ο γρ νομοθται τος πολτας θζοντες ποιοσιν γαθος, κα τ μν βολημα παντς νομοθτου τοτ’ στν, σοι δ μ ε ατ ποιοσιν μαρτνουσιν,
 κα διαφρει τοτ πολιτεα πολιτεας γαθ φαλης.  
τι κ τν ατν κα δι τν ατν κα γνεται πσα ρετ
κα
φθερεται, μοως δ κα τχνη·

κ γρ το κιθαρζειν κα ο γαθο κα κακο γνονται κιθαριστα. νλογον δ κα 
οκοδμοι κα ο λοιπο πντες·  
κ μν γρ τοε οκοδομεν γαθο οκοδμοι σονται, κ δ το κακς κακο
ε γρ μ οτως εχεν, οδν ν δει το διδξοντος, λλ πντες ν γνοντο γαθο κακο.


4. οτω δ κα πτν ρετν χει· πρττοντες γρ τ ν τος συναλλγμασι τος πρς τος νθρπους 
γινμεθα ο μν δκαιοι ο δ δικοι,
πρττοντες δ τ ν τος δεινος κα θιζμενοι φοβεσθαι θαρρεν ο μν νδρεοι ο δ δειλο


μοως δ κα τ περ τς πιθυμας χει κα τὰ περ τς ργς· ο μν
γρ σφρονες κα προι γνονται, ο δ’ κλαστοι κα ργλοι, ο μν κ το οτωσ ν ατος ναστρφεσθαι, 
ο δ κ το οτωσ.

κα ν δ λγ κ τν μοων νεργειν 
 α ξεις γνονται
 δι δε τς νεργεας ποις ποδιδναι·
 
κατ γρ τς τοτων διαφορς κολουθοσιν α ξεις.

ο μικρν ον διαφρει τ οτως οτως εθς κ νων θζεσθαι, λλ πμπολυ, μλλον δ τ πν.


5. Σημεῖον δὲ δεῖ ποιεῖσθαι τῶν ἕξεων 


 τὴν ἐπιγινομένην ἡδονὴν λύπην τοῖς ἔργοις·  
μὲν γὰρ ἀπεχόμενος τῶν σωματικῶν
ἡδονῶν καὶ αὐτῷ τούτῳ χαίρων σώφρων

  δἀχθόμενος ἀκόλαστος,

 καὶ μὲν ὑπομένων τὰ δεινὰ καὶ χαίρων
μὴ λυπούμενός γε ἀνδρεῖος

  δὲ λυπούμενος δειλός.


 περὶ ἡδονὰς γὰρ καὶ λύπας ἐστὶν ἠθικὴ ἀρετή· 


 διὰ μὲν γὰρ τὴν ἡδονὴν τὰ φαῦλα πράττομεν, διὰ δὲ τὴν λύπην τῶν καλῶν ἀπεχόμεθα.  

διὸ δεῖ ἦχθαί πως εὐθὺς ἐκ νέων,  

ὡς Πλάτων φησίν

ὥστε χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ·  
  γὰρ ὀρθὴ παιδεία αὕτη ἐστίν.
  

6. Δεῖ δὲ μὴ μόνον οὕτως εἰπεῖν, ὅτι ἕξις, ἀλλὰ καὶ ποία τις.

ῥητέον οὖν ὅτι πᾶσα ἀρετή,

οὗ ἂν ᾖ ἀρετή,
 

αὐτό τε εὖ ἔχον ἀποτελεῖ
 καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ εὖ ἀποδίδωσιν,



οἷον ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀρετὴ τόν τε ὀφθαλμὸν σπουδαῖον ποιεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ·
τῇ γὰρ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀρετῇ εὖ ὁρῶμεν. 

ὁμοίως ἡ τοῦ ἵππου ἀρετὴ ἵππον τε
σπουδαῖον ποιεῖ 
καὶ ἀγαθὸν δραμεῖν καὶ ἐνεγκεῖν τὸν ἐπιβάτην καὶ μεῖναι τοὺς πολεμίους. 

εἰ δὴ τοῦτ’ ἐπὶ πάντων οὕτως ἔχει,
 καὶ ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἀρετὴ εἴη ἂν ἡ ἕξις 
ἀφ’ἧς ἀγαθὸς ἄνθρωπος γίνεται 
καὶ ἀφ’ ἧς εὖ τὸ ἑαυτοῦ ἔργον ἀποδώσει. 

πῶς δὲ τοῦτ’ ἔσται, ….. ὧδ’ ἔσται φανερόν, 
ἐὰν θεωρήσωμεν 
ποία τίς ἐστιν φύσις αὐτῆς.

7. ἐν παντὶ δὴ συνεχεῖ
καὶ διαιρετῷ ἔστι λαβεῖν 
τὸ μὲν πλεῖοντὸ δ’ ἔλαττον τὸ δ’ ἴσον,



καὶ ταῦτα ἢ κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα

ἢ πρὸς ἡμᾶς·

λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ’ ἑκατέρου τῶν ἄκρων,

ὅπερ ἐστὶν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσιν, πρὸς ἡμᾶς δὲ
ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει·

τοῦτο δ’ οὐχ ἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν.
 

οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ τὰ δὲ δύο ὀλίγα, τὰ ἓξ μέσα λαμβάνουσι κατὰ τὸ πρᾶγμα· 

ἴσῳ γὰρ ὑπερέχει τε καὶ ὑπερέχεται·

τοῦτο δὲ μέσον ἐστὶ κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν.

τὸ δὲ πρὸς ἡμᾶς οὐχ οὕτω ληπτέον· 

οὐ γὰρ εἴ τῳ δέκα μναῖ φαγεῖν πολὺ δύο δὲ ὀλίγον, 
ὁ ἀλείπτης ἓξ μνᾶς προστάξει· 

ἔστι γὰρ ἴσως καὶ τοῦτο πολὺ τῷ ληψομένῳ ἢ ὀλίγον· 

Μίλωνι μὲν γὰρ ὀλίγον, τῷ δὲ
ἀρχομένῳ τῶν γυμνασίων πολύ.

ὁμοίως ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης. 

οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων τὴν ὑπερβολὴν μὲν καὶ τὴν ἔλλειψιν φεύγει,
τὸ δὲ μέσον ζητεῖκαὶ τοῦθ’ αἱρεῖται,

μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς.

 8. εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη οὕτω τὸ ἔργον εὖ ἐπιτελεῖ, 
πρὸς τὸ μέσον βλέπουσα καὶ εἰς τοῦτο ἄγουσα τὰ ἔργα
(ὅθεν εἰώθασιν ἐπιλέγειν
τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοιςὅτι οὔτ’ ἀφελεῖν ἔστιν
οὔτε προσθεῖναι,

ὡς τῆς μὲν ὑπερβολῆς
καὶ τῆς ἐλλείψεως φθειρούσης τὸ εὖ,  
τῆς δὲ μεσότητος σῳζούσης,
οἱ δ’ ἀγαθοὶ τεχνῖται, ὡς λέγομεν, πρὸς τοῦτο βλέποντες ἐργάζονται)·

ἡ δ’ ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ φύσις, 
τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική.

λέγω δὲ τὴν ἠθικήν·
αὕτη γάρ ἐστι περὶ πάθη καὶ πράξεις,
ἐν δὲ τούτοις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον.

9. οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι καὶ ὅλως ἡσθῆναι καὶ λυπηθῆναι ἔστι καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, 



καὶ ἀμφότερα οὐκ εὖ·
τὸ δ’ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ
πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα
καὶ ὡς δεῖ, 



μέσον τε καὶ ἄριστον, 

ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς.

ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τὰς πράξεις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον. 
ἡ δ’ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται

καὶ ἡ ἔλλειψις [ψέγεται], τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται·

ταῦτα δ’ ἄμφω τῆς ἀρετῆς. 
μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου.


10. ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν 

(τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον, τὸ δ’ ἀγαθὸν τοῦ πεπερασμένου),
τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς

(διὸ καὶ τὸ μὲν ῥᾴδιοντὸ δὲ χαλεπόν,

ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ,
χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν)·

καὶ διὰ ταῦτ’ οὖν τῆς μὲν κακίας ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψις, τῆς δ’ ἀρετῆς ἡ μεσότης·

ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί.
 Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, 

ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς,

ὡρισμένῃ λόγῳ 

καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. 

μεσότης δὲ δύο κακιῶν, 

τῆς μὲν καθ’ ὑπερβολὴν 

τῆς δὲ κατ’ ἔλλειψιν· 



καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν 


τὰς δ’ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος


ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι,
τὴν δ’ ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.

Επειδή, λοιπόν, η αρετή είναι δύο ειδών, διανοητική και ηθική, 
από τη μια η διανοητική χρωστάει κατά κύριο λόγο και τη γένεση και την ανάπτυξή της στη διδασκαλία, 
γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται πείρα και χρόνο, από την άλλη η ηθική είναι αποτέλεσμα εθισμού, απ’ όπου έχει πάρει και το όνομα, 
το οποίο παρουσιάζει μικρή διαφορά από τη λέξη έθος
Από αυτό ακριβώς γίνεται φανερό ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως˙ 
όντως, κανένα πράγμα που έχει από τη φύση μια ορισμένη ιδιότητα δεν μπορεί να αποκτήσει με εθισμό μια άλλη ιδιότητα, 
όπως για παράδειγμα η πέτρα, που από τη φύση της πηγαίνει προς τα κάτω, δεν είναι δυνατόν να συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω, 
ακόμα κι αν κάποιος προσπαθήσει να τη συνηθίσει (σ’ αυτό), ρίχνοντάς την προς τα πάνω χιλιάδες φορές, 
ούτε η φωτιά (είναι δυνατόν να συνηθίσει να πηγαίνει) προς τα κάτω, ούτε τίποτα άλλο από τα πράγματα που από τη φύση τους γεννιούνται με μια συγκεκριμένη ιδιότητα είναι δυνατόν να συνηθίσει σε κάτι διαφορετικό. 
 Επομένως, ούτε εκ φύσεως, αλλά ούτε και αντίθετα προς τη φύση μας υπάρχουν οι αρετές μέσα μας, που όμως έχουμε από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε, αλλά γινόμαστε τέλειοι με τον εθισμό.


2. Ακόμα, όσες ιδιότητες έχουμε από τη φύση, πρώτα αποκτούμε τις δυνατότητες αυτών και ύστερα προχωρούμε στις αντίστοιχες ενέργειες 
(πράγμα που φαίνεται στις αισθήσεις μας· 
γιατί δεν αποκτήσαμε τις αισθήσεις (της όρασης και της ακοής), επειδή είδαμε πολλές φορές ή ακούσαμε πολλές φορές, 
αλλά αντίθετα τις χρησιμοποιήσαμε, επειδή τις έχουμε ήδη, και δεν τις αποκτήσαμε έχοντας κάνει και ξανακάνει χρήση τους)· 
τις (ηθικές) αρετές όμως τις αποκτούμε, αφού πρώτα προβήκαμε σε ενέργειες άσκησης, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις άλλες τέχνες· 
γιατί όσα πρέπει να κάνουμε, αφού τα μάθουμε, αυτά τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα· 
για παράδειγμα, οικοδόμοι γίνονται με το να χτίζουν σπίτια και κιθαριστές με το να παίζουν κιθάρα· με τον ίδιο τρόπο λοιπόν γινόμαστε και δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις, ανδρείοι κάνοντας ανδρείες πράξεις.
3. Τα παραπάνω τα επιβεβαιώνει κι αυτό που συμβαίνει στις πολιτείες· οι νομοθέτες δηλαδή κάνουν τους πολίτες καλούς με τον εθισμό, και αυτή είναι η θέληση κάθε νομοθέτη, όσοι όμως δεν κάνουν αυτό σωστά δεν πετυχαίνουν αυτό που επιδιώκουν, 

και σ’ αυτό διαφέρει το καλό πολίτευμα από το λιγότερο καλό πολίτευμα. Ακόμα, για τους ίδιους λόγους και με τους ίδιους τρόπους και γεννιέται κάθε αρετή και φθείρεται, το ίδιο και κάθε τέχνη· 
γιατί με το παίξιμο της κιθάρας γίνονται και οι καλοί και οι κακοί κιθαριστές· με ανάλογο τρόπο και οι οικοδόμοι και όλοι οι άλλοι (τεχνίτες). Δηλαδή χτίζοντας με καλό τρόπο σπίτια θα γίνουν καλοί οικοδόμοι, όμως χτίζοντας με κακό τρόπο, κακοί. 
Γιατί, αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, καθόλου δεν θα χρειαζόταν ο δάσκαλος, αλλά όλοι θα ήταν καλοί ή κακοί από τη γέννησή τους.

4. Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με τις αρετές· 
δηλαδή κάνοντας όσα συμβαίνουν στις συναλλαγές μας με τους άλλους ανθρώπους γινόμαστε άλλοι δίκαιοι και άλλοι άδικοι, κάνοντας όμως όσα έχουν μέσα τους το στοιχείο του φόβου και συνηθίζοντας να αισθανόμαστε φόβο ή θάρρος, άλλοι γινόμαστε ανδρείοι και άλλοι δειλοί. 
Το ίδιο συμβαίνει και με όσα έχουν σχέση με τις επιθυμίες και με την οργή (μας)· άλλοι δηλαδή γίνονται σώφρονες και πράοι, ενώ άλλοι ακόλαστοι και οργίλοι, άλλοι με το να συμπεριφέρονται σ’ αυτά με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο 
και άλλοι με εκείνο τον τρόπο.
Και με έναν λόγο λοιπόν από όμοιες ενέργειες διαμορφώνονται τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. 
Γι’ αυτό πρέπει να προσδίδουμε μια ορισμένη ποιότητα στις ενέργειές μας· 

γιατί σύμφωνα με τις διαφορές αυτών διαμορφώνονται και τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. 
Δεν έχει λοιπόν μικρή σημασία το να αποκτούμε συνήθειες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την πιο μικρή μας ηλικία, αλλά έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ή μάλλον σημαίνει το παν.

5. Πρέπει όμως να θεωρούμε αποδεικτικό σημάδι ότι έχουν διαμορφωθεί τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας 
την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που συνοδεύει τις πράξεις μας· 
γιατί αυτός που μένει μακριά από τις σωματικές ηδονές και αυτό ακριβώς του προκαλεί ευχαρίστηση, είναι σώφρων, 

ενώ αυτός που δυσανασχετεί (με αυτό), (είναι) έκλυτος 
και αυτός που υπομένει τους κινδύνους και χαίρεται ή τουλάχιστον δεν δυσαρεστείται, είναι ανδρείος, 
ενώ αυτός που δυσαρεστείται (είναι) δειλός. 

Διότι η ηθική αρετή σχετίζεται με την ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια· 
γιατί για χάρη της ευχαρίστησης κάνουμε τιποτένια πράγματα, ενώ εξαιτίας της δυσαρέσκειας μένουμε μακριά από τα ωραία πράγματα. 
Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε διαπαιδαγωγηθεί από την πιο μικρή ηλικία με τέτοιο τρόπο, 
όπως λέει ο Πλάτωνας, 
ώστε και να ευχαριστιόμαστε και να χαιρόμαστε και να δυσανασχετούμε με αυτά που πρέπει· 
γιατί αυτή είναι η σωστή παιδεία.

6. Δεν πρέπει όμως να το πούμε μόνο έτσι, ότι δηλαδή (η αρετή) είναι συνήθεια, αλλά και τι είδους συνήθεια (είναι). 
 Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι κάθε αρετή, 
όποιου πράγματος είναι αρετή, 
και το ίδιο το πράγμα το κάνει να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του 
και το βοηθάει να εκτελέσει με τον πιο σωστό τρόπο το έργο που είναι προορισμένο γι’ αυτό, 
όπως για παράδειγμα, η αρετή του ματιού κάνει αξιόλογο και το μάτι και το έργο του· 
γιατί με την αρετή του ματιού βλέπουμε καλά.

 Με τον ίδιο τρόπο η αρετή του αλόγου κάνει και το άλογο αξιόλογο 
και ικανό να τρέξει και να κρατήσει τον αναβάτη και να μείνει να αντιμετωπίσει τους εχθρούς. 

Αν λοιπόν έτσι συμβαίνει με όλα τα πράγματα, 
(τότε) και η αρετή του ανθρώπου θα μπορούσε να είναι η συνήθεια, 
από την οποία ο άνθρωπος γίνεται καλός και από την οποία θα βοηθηθεί να εκτελέσει σωστά το έργο του. 

Πώς όμως θα γίνει αυτό … με αυτό τον τρόπο θα γίνει φανερό, 
αν δηλαδή εξετάσουμε 
τι λογής είναι η φύση της.

7. Σε καθετί βέβαια που παρουσιάζει συνέχεια και μπορεί να διαιρεθεί 
είναι δυνατό να πάρουμε άλλοτε ένα κομμάτι μεγαλύτερο, άλλοτε ένα κομμάτι μικρότερο και άλλοτε ένα κομμάτι ίσο, 
και αυτά σε σχέση είτε με το ίδιο το πράγμα 
είτε σε σχέση με εμάς… 

Και ονομάζω μέσον σε σχέση με το πράγμα, αυτό που απέχει εξίσου από καθένα από τα δύο άκρα (του), 

το οποίο είναι ένα και το ίδιο για όλους, ενώ (μέσον) σε σχέση με εμάς, αυτό που δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο· 
και αυτό δεν είναι ένα, ούτε το ίδιο για όλους. 
Για παράδειγμα, εάν τα δέκα είναι πολλά και τα δύο λίγα, μέσο σε σχέση με το πράγμα παίρνουν (ή: θεωρούν) το έξι· 
γιατί αυτό υπερέχει και υπερέχεται κατά τον ίδιο αριθμό μονάδων· 
και αυτό είναι μέσον σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αριθμητικής. 

Το μέσον όμως σε σχέση με εμάς δεν πρέπει να το προσδιορίζουμε έτσι· 
γιατί, αν για κάποιον είναι πολύ το φαγητό των δέκα μνων και λίγο των δύο, ο προπονητής δεν θα ορίσει έξι μερίδες· 
γιατί και αυτή η ποσότητα ίσως είναι μεγάλη γι’ αυτόν που θα την πάρει ή μικρή· 
δηλαδή για ένα Μίλωνα είναι μικρή, ενώ γι’ αυτόν που αρχίζει τις γυμναστικές ασκήσεις, μεγάλη. 
Το ίδιο ισχύει και στο τρέξιμο και στην πάλη. 
Έτσι λοιπόν κάθε ειδικός αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη, 

και επιζητεί το μέσον και αυτό επιλέγει· 
και το μέσον όχι σε σχέση με το πράγμα αλλά με εμάς.

8. Αν λοιπόν κάθε τέχνη εκπληρώνει σωστά το έργο της με αυτόν τον τρόπο, 
έχοντας δηλαδή στραμμένο το βλέμμα της προς το μέσον και κατευθύνοντας προς αυτό τα έργα της 
(γι’ αυτό και συνηθίζουν να λένε στο τέλος για τα ολοκληρωμένα έργα ότι δεν είναι δυνατόν ούτε να αφαιρέσουμε ούτε να (τους) προσθέσουμε τίποτα, 
γιατί η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν την τελειότητα, 
ενώ η μεσότητα τη διασώζει, 
και οι καλοί τεχνίτες εργάζονται, όπως λέμε, έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο προς αυτό)˙ 

από την άλλη πάλι, αν η αρετή είναι ακριβέστερη και ανώτερη από κάθε τέχνη, όπως ακριβώς και η φύση, 
(τότε) θα μπορούσε να έχει για στόχο της το μέσον. 
Και εννοώ την ηθική (αρετή)˙ 
γιατί αυτή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις και σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το μέσον.

9. Για παράδειγμα, είναι δυνατόν (κανείς) και να φοβηθεί και να δείξει θάρρος και να επιθυμήσει και να οργιστεί και να ευσπλαχνιστεί και γενικά να ευχαριστηθεί και να δυσαρεστηθεί και σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο βαθμό (από αυτόν που πρέπει), 
και τα δύο αυτά δεν είναι καλά· 
όμως το να αισθανθεί κανείς αυτά τη στιγμή που πρέπει και σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει και σε σχέση με τους ανθρώπους που πρέπει και για τον λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, 
(αυτό είναι) το μέσον και το άριστο, 
το οποίο ακριβώς έχει σχέση με την αρετή. 

Όμοια και στις πράξεις υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το μέσον. 

Η αρετή λοιπόν αναφέρεται στα συναισθήματα και στις πράξεις, στα οποία η υπερβολή αποτελεί σφάλμα και κατακρίνεται, 
το ίδιο και η έλλειψη, ενώ το μέσον επαινείται και είναι το σωστό· 

και τα δύο αυτά έχουν σχέση με την αρετή. Επομένως, η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας, αφού βέβαια έχει για στόχο της το μέσον.

10. Επιπλέον, το να κάνει κανείς λάθος (ή: το λάθος) γίνεται με πολλούς τρόπους 
(γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), 
όμως το να πράττει κανείς το σωστό (ή: το σωστό) γίνεται με έναν μόνο τρόπο 
(γι’ αυτό και το ένα είναι εύκολο, ενώ το άλλο δύσκολο, 
εύκολο το να αποτύχει κανείς στον στόχο του, δύσκολο όμως το να (τον) επιτύχει)· 
γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους γνώρισμα της κακίας είναι η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ της αρετής, (είναι) η μεσότητα·
γιατί καλοί (γινόμαστε) με ένα μόνο τρόπο, ενώ κακοί με πολλούς.
Είναι λοιπόν η αρετή συνήθεια που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, 

η οποία βρίσκεται στη μεσότητα σε σχέση με εμάς, 
η οποία καθορίζεται από τη λογική και συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου, (με τη λογική) 
που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος. 

Και (είναι) μεσότητα (που βρίσκεται) ανάμεσα σε δύο κακίες, 
που η μια βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής, 
ενώ η άλλη από την πλευρά της έλλειψης· 

και ακόμα (είναι μεσότητα), επειδή από τη μία άλλες από τις κακίες παρουσιάζονται ελλιπείς 
και άλλες από την άλλη είναι υπερβολικές σε σχέση με αυτό που πρέπει 
και στα συναισθήματα και στις πράξεις, 

ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσον.